Αυτό είναι το χρονικό μου από την εμπειρία μου σε ένα φορτηγό πλοίο, όπου το πλήρωμα ήταν ένας συνδυασμός Ρώσων και Ουκρανών ναυτικών. Κατά τη διάρκεια αυτής της σκοτεινής εποχής για την ανθρωπότητα, σκέφτηκα ότι έπρεπε να μοιραστώ αυτήν την ιστορία αυτών των δύο εθνικοτήτων που συνεργάζονται από κοινού, ειρηνικά.
Το Χρονικό σε ένα φορτηγό πλοίο από το Γιβραλτάρ στο Σουέζ.
Η ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ (22 - 23 ΙΑΝ)
Θα ήταν η πρώτη μου εμπειρία σε εμπορικό πλοίο. Στο αεροδρόμιο με βρήκε ο πράκτορας και με πήγε μέχρι τα σύνορα με το Γιβραλταρ. Εκεί συνειδητοποίησα ότι το Γιβραλτάρ ανήκει στην Αγγλία και όχι στην Ισπανία. Όλα εκεί θυμίζουν Αγγλία, γεγονός που μου φάνηκε ιδιαίτερα παράδοξο αφού πρόκειται για μια μεσογειακή τοποθεσία και αυτό με έκανε να αναλογιστώ πως θα ήταν και η Ελλάδα αν είχαμε και εμείς ένα οργανωμένο κράτος σαν την Αγγλία. Μάλλον ο ενθουσιασμός βέβαια ήταν όπως και με όλα τα καινούργια πράγματα. Μετά από λίγο καιρό θα αποφάσιζα ότι δεν θα της ταίριαζε τέτοια μοίρα.
Απροσδόκητες καθυστερήσεις και συναντήσεις
Το ταξί που με παρέλαβε από τα σύνορα του Γιβραλτάρ με άφησε προς έκπληξη μου στο ξενοδοχείο, ενώ περίμενα ότι θα πήγαινα απευθείας στο καράβι. Ο οδηγός όμως με διαβεβαίωσε ότι το καράβι δεν είχε φτάσει ακόμη. Αργότερα έμαθα τελικά ότι το πλοίο ναι μεν είχε φτάσει στο Γιβραλτάρ, περίμενε όμως τη σειρά του για να αγκυροβολήσει. Εδώ θα έκανε στάση για ανεφοδιασμό, όπως άλλωστε κάνουν και τα περισσότερα καράβια που περνούν από εδώ. Αυτό είναι ένα από τα βασικά έσοδα της πόλης, μαζί με τον διαδικτυακό τζόγο και τον τουρισμό.
Χρειάστηκε τελικά να περιμένω μιάμιση μέρα μεχρι να ανέβω στο καράβι, την οποία αξιοποίησα ανακαλύπτοντας αυτήν την ενδιαφέρουσα βρετανική πολιτεία. Μου θύμισε αρκετά την εποχή που έζησα στη Μεγάλη Βρετανία, έτσι αισθάνθηκα αρκετά οικεία, γυρίζοντας τις παμπ το βράδυ, με πρώτη τη «Lord Nelson» παραγγέλνοντας το αγαπημένο μου πάιντ από βαρελίσια Guinness. Τις μετακινησεις τις έκανα όλες πεζός αφού τα πάντα βρίσκονται αρκετά κοντά.
Το απόγευμα της δεύτερης ημέρας και αφού είχα γυρίσει μόλις πριν από λίγο στο δωμάτιο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από τη ρεσεψιόν για να μου πουν ότι το ταξί είναι κάτω και με περιμένει. Μου ήρθε ξαφνικό, γιατί περίμενα πρώτα μια ειδοποίηση από το πρακτορείο ότι επρόκειτο να έρθουν να με πάρουν. Ευτυχώς που έτυχε να βρίσκομαι στο δωμάτιο, έτσι μάζεψα τα πράγματα βιαστικά και κατέβηκα στο ταξί. Ο οδηγός είχε τα μπουρίνια του και διαμαρτυρήθηκε ότι με περίμενε είκοσι ολόκληρα λεπτά. Υπερβολές. Μόνο πέντε είχαν περάσει. Τελικά αποδείχτηκε ότι άδικα μου δημιούργησε άγχος, αφού στην προβλήτα που με άφησε δεν υπήρχε κανείς για να με παραλάβει.
Κάποιοι τύποι που άφηναν παλετες με την τροφοδοσία του πλοίου μου είπαν να περιμένω σε μια άκρη δίπλα από ένα μεγάλο κομμάτι μπετόν και ότι εκεί θα έρθει η λάντζα να με παραλάβει, αφού με ρώτησαν αν ήμουν ο superintendent που θα επιβιβαστεί. «Δεν ξέρω» τους απάντησα «για superintendent𐄁 super photographer ίσως», και γελάσαμε.
Προκλήσεις κατά την επιβίβαση στο καράβι
Είχε ήδη νυχτώσει και άρχισε να βρέχει. Βρήκα καταφύγιο σε κάτι δοχεία με πετρέλαιο που στέκονταν κόντρα στον άνεμο που φυσούσε. Ο φωτογραφικός μου ζήλος βέβαια αλλά και η αγωνία μου μην τυχόν έρθει η λάντζα και χάσω καμία καλή λήψη, με έκαναν μούσκεμα. Εκεί εμφανίστηκε και ένας τύπος ο οποίος θα ερχόταν στο πλοίο μαζί μου για να ελέγξει τη διαδικασία ανεφοδιασμού. Αυτός μου εξήγησε ότι θα ερχόντουσαν δυο λάντζες τελικά, μια για εμάς, αφού η δίκη του υπόθεση ήταν επείγουσα, και μία άλλη για τις παλέτες. Τελικά η πρώτη που ήρθε, ήταν αυτή για τις παλέτες.
Έχω ανέβει ξανά σε λάντζα, αλλά αυτή ήταν αρκετά μεγαλύτερη και μου φάνηκε δύσκολο το γεγονός ότι έπρεπε να πηδήξω πάνω της για να ανέβω. Αυτό που με απασχολούσε περισσότερο ήταν η βροχή γιατί τα πάντα γλιστρούσαν. Μοιράστηκα αυτή μου την αγωνία με τον τύπο -δεν έμαθα ποτέ το όνομα του- και μου είπε τον γενικό κανόνα: «θα περιμένεις το κύμα που θα σηκώσει το σκαρί προς το μέρος σου και τότε θα πηδήξεις. Αν δεν προλάβεις, μην βιαστείς, περίμενε το επόμενο».
Έτσι έκανα λοιπόν μολις έδεσε και η δική μας λάντζα και βρέθηκα πάνω της. Είχε βραδιάσει τελείως πια και στο νερό βλέπαμε γύρω μας πολλά εμπορικά πλοία. Ρώτησα τον κύριο χ αν ξέρει πιο είναι το δικό μας και μου είπε όχι. «Όμως», συνέχισε, «μην ανησυχείς γιατί αυτοί ξέρουν», δείχνοντας το πλήρωμα της λάντζας. Τον καπετάνιο και άλλον έναν που έστελνε μηνύματα με το κινητό του. Πράγματι μετά από λίγο όμως φτάσαμε στο καράβι. Το κατάλαβα από αρκετά μακριά γιατί το είχα δει σε φωτογραφία, η επιβεβαίωση όμως ήρθε πολύ σύντομα, μολις δηλαδή κατάφερα να διαβάσω την πρύμνη: «L...». Πάνω του ήταν προσκολλημένο το bunker που θα μας τροφοδοτούσε με πετρέλαιο, επισης ελληνικό: «ΝΑΞΟΣ».
Ο κύριος χ φώτιζε με το φακό του ενώ περιφερόμασταν γύρω από το πλοίο τις στάθμες και των δύο και σημείωνε τα νούμερα στο τεφτέρι του. Κάποια στιγμή όμως την είδα: μια ανεμόσκαλα επτά μέτρων κρεμασμένη από το καράβι. Εκεί με έπιασε τρόμος. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είπα στον κύριο χ: «τι, σοβαρά;» Αυτός απάντησε με ένα ξερό ναι, χωρίς να μου δώσει ιδιαίτερη σημασία. Η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπά δυνατά πριν καν απλώσω το χέρι μου να πιάσω τη σκάλα. Τότε άρχισα να φέρνω στο μυαλό μου όσες περισσότερες λογικές σκέψεις μπορούσα να σκαρφιστώ για να με καθησυχάσω:
«Τόσος και τόσος κόσμος το κάνει αυτό κάθε μέρα»
«Αφού είσαι τώρα εδώ θα πρέπει να το κάνεις»
«Κάποιος έχει σχεδιάσει αυτό το σύστημα σωστά ώστε να είναι ασφαλές για τον καθένα»
Δίνω λοιπόν ένα σάλτο, γραπώνομαι απ’ τα βρεγμένα καραβόσκοινα της σκάλας και αρχίζω να ανεβαίνω. Δεν κοιτάζω ούτε κάτω, γιατί έχω ακούσει ήδη την βάρκα που με εγκαταλείπει και με αφήνει κρεμασμένο στο κενό, αλλά ούτε και πάνω, για να μη βλέπω πόσο μεγάλη είναι ακόμη η απόσταση που απομένει. Μόνο το σχοινί που έχω μπροστά μου το οποίο σφίγγω μέσα στις γροθιές μου με όλη μου τη δύναμη. Κουβαλώντας την τσάντα με τον εξοπλισμό μου στην πλάτη και βρεγμένα χέρια, όλες οι τόσο λογικές σκέψεις κάνουν σιγά σιγά φτερά και έχουν πλέον αντικατασταθεί με άλλες : «στο επόμενο σκαλοπάτι θα γλιστρήσω και πάει και ο εξοπλισμός μου και να δω μετά πως θα με ανεβάσουν».
Οι ιδεοληψίες και ο τρόμος με είχαν καταβάλλει πλήρως. Έτσι το μόνο που σκεφτόμουν είναι να κρατώ σφιχτά το σχοινί και ένα ένα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια.
Όταν επιτέλους ανέβηκα, με υποδέχτηκαν δυο μέλη του πληρώματος, τους οποίους ούτε τους θυμάμαι ποιοι ήταν, μπορεί μάλιστα να ήταν και ένας! και αφού υπέγραψα στο μανιφέστο, με οδήγησαν στον καπετάνιο. Ήμουν φυσικά ακόμη μουδιασμένος και τους ακολουθούσα μηχανικά. Ο καπετάνιος ήταν πολύ φιλικός, με ενημέρωσε ότι σε λίγο θα έρθει ο chief officer να με οδηγήσει στην καμπίνα και με ρώτησε αν χρειαζόμουν κάτι ή αν ήθελα να γευματίσω. Του είπα ότι περιμένω πρώτα να επιστρέψει η καρδιά μου στη θέση της και μετά βλέπουμε. Εξήγησα ότι πρώτη μου φορά ανέβαινα σε εμπορικό πλοίο με τον πιλότο -έτσι όπως λέγεται αυτή η δαιμονισμένη σκάλα- και με κατάλαβε κάνοντας την κίνηση με τα χέρια του, της καρδιάς δηλαδή που χτυπά δυνατά βγαίνοντας από το στήθος.
Σε λίγο μπήκε ο chief officer και με οδήγησε στην καμπίνα μου η οποία είναι πολύ ευρύχωρη, αφου είναι η καμπίνα που κρατούν για τον ιδιοκτήτη. Στη συνέχεια μου έδειξε και τον χώρο του εστιατορίου (mess room) των αξιωματικών όπου θα μπορούσα να φάω. Μου έκανε εντύπωση αυτό το δωμάτιο. Αποτελείται από δύο μεγάλα τραπέζια στα οποία, επειδή πήγα εκτός της καθιερωμένης ώρας του δείπνου, ήταν στρωμένα με πιάτα με φαγητό, καλυμμένα με μεμβράνη ώστε όσοι δεν έφαγαν στις έξι, οπότε και σερβίρεται το δείπνο, μπορούσαν να φάνε την ώρα που ήθελαν. Είχε κρέας με πατάτες, σούπα, φρούτα και σαλάτα.
Μετα το δείπνο και αφού έφτιαξα και έναν καφέ, σκέφτηκα να γυρίσω στην καμπίνα μου, αφού το πλήρωμα ήταν απασχολημένο με τον ανεφοδιασμό και δεν ήθελα να είμαι στα πόδια τους, εξάλλου ακόμη δεν ήξερα κανέναν. Εκείνη όμως την στιγμή, μπήκε ο Anthony, ένας ψηλόλιγνος τύπος από την Ουκρανία -όλο το πλήρωμα εξάλλου αποτελείται από Ουκρανούς και Ρώσους- με μαλλί αλα Beatles και μου πρότεινε να ανέβω στη γέφυρα γιατί θα βαριόμουν μόνος μου. Έτσι λοιπόν τον ακολούθησα. Όσο ανεβαίναμε προς τη γέφυρα έμαθα ότι είναι ο δεύτερος (second officer) και ότι είχε σκεφτεί πολλές φωτογραφίες που μπορούμε να βγάλουμε. Ήταν και αυτός φωτογράφος παλιότερα. Του είπα λοιπόν ότι του αναθέτω τη δουλειά του βοηθού μου και έτσι θα του δώσω και διάφορες συμβουλές φωτογραφίας. Του άρεσε η ιδέα και μου είπε μάλιστα ότι θα είναι ο φιλος μου στο ταξίδι και ότι θα με βοηθήσει όπως μπορεί, αλλά κι εγώ θα πρέπει να τον βγάλω ωραίες φωτογραφίες. Τον διαβεβαίωσα ότι θα αλλάξει την φωτογραφία προφίλ που έχει στο Facebook και ενθουσιάστηκε.
Ζωή στο καράβι: Μια Συμφωνία Εμπειριών
Η Μεγαλειότητα του κύτους
Η γέφυρα ήταν εντυπωσιακή. Από εκεί έβλεπες το μεγαλείο του καραβιού: επτά αποθηκευτικούς χώρους (cargo holds), γεμάτοι με σπόρους σόγιας. Αν πετούσα μια πέτρα με όλη μου τη δύναμη από τη γέφυρα, δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα να τη φτάσω έως την τρίτη αποθήκη. Τους φόρτωσαν στη Ν. Ορλεάνη και τους μεταφέρουν στο Πακιστάν. Η συνολική χωρητικότητα του πλοίου είναι ογδόντα πέντε χιλιάδες τόνοι. Τώρα μεταφέρουμε εβδομήντα δύο χιλιάδες. Με ενημέρωσε σχετικά ο Anton ο τρίτος (third officer). Λόγω συνωνυμίας σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να αναφέρομαι σε αυτούς ως ο Anton ο δεύτερος και ο Anton ο τρίτος. Αλλά επειδή έτσι θα ακούγονται σαν βασιλιάδες, θα γράφω τον δευτερο Anthony και τον τρίτο Anton.
Αφού εξερεύνησα τη γέφυρα, έκατσα στη θέση του Anthony και τελείωσα τον καφέ μου. Ήταν όλοι τους πολύ απασχολημένοι και έτσι δεν είχα πολλές ευκαιρίες να τους μιλήσω. Δεν πειράζει, ακόμη νωρίς είναι. Αύριο θα έχουν συνηθίσει την παρουσία μου και λογικά θα είναι και πιο χαλαροί σκέφτηκα. Εξάλλου είχα ήδη ανακαλύψει κάποιους χώρους και απ’ ότι φαίνεται θα έκανα και τον πρώτο φίλο.
Ο καπετάνιος μου είπε ότι θα φύγουμε κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα. Τους καληνύχτισα λοιπόν και γύρισα στην καμπίνα μου. Η πρώτη εμπειρία ύπνου δεν ήταν η καλύτερη. Έχοντας σβήσει τη μηχανή για τον ανεφοδιασμό, στην καμπίνα είχε τρομερό κρύο. Κατέληξα κατά τις δυο τα ξημερώματα να έχω φορέσει όλα τα ρούχα που είχα στη βαλίτσα μου και είχα καταντίσει σαν αστροναύτης. Οπότε τώρα δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί ήταν πια αδύνατο να κλείσω τα χέρια μου. Ο ανεφοδιασμός τελείωσε μετά τις τρεις και μια ώρα μετά με πήρε επιτέλους ο ύπνος.
Σκεφτόμουν ότι ήθελα να κάνω ένα πρώτο πορτραίτο του καπετάνιου με φόντο τον επιβλητικό βράχο του Γιβραλτάρ αλλά δεν τα κατάφερα, αφού θα φεύγαμε τη νύχτα. Δεν πειράζει. Υπάρχει πολύ υλικό στο καράβι ενώ επιπλέον θα περάσουμε και την διώρυγα του Σουέζ. Εξάλλου στην τέχνη όπως έχω καταλάβει, ποτέ δεν φτάνεις τελικά εκεί που είχες προγραμματίσει να πας. Τελικά όμως αν την αφήσεις να σε οδηγήσει κάπου εκείνη, συνήθως σε περιμένει μια καλύτερη επιβράβευση.
Δυναμική πληρώματος και κοινές στιγμές
ΗΜΕΡΑ 3 (24 - 25 Jan)
Πίνω τον καφέ μου στο κατάστρωμα έξω από τη γέφυρα και απολαμβάνω την πίπα μου. Έχω πια και το δικό μου φλυτζάνι. Ο Anthony μου έφτιαξε χθες μια ετικετα «Georgios» και την επικόλλησε σε ένα λευκό φλιτζάνι σαν αυτά που βρίσκει κανείς στον πρωινό μπουφέ των ξενοδοχείων. Ορίστε, τώρα πια είσαι και επίσημα ναυτικός, μου είπε. Στέκομαι και χαζεύω τα απόνερα της πρύμνης και μου φαίνεται ότι ταξιδεύω με ένα επιβατικό πλοίο στο Αιγαίο για κάποιο όμορφο νησί της Ελλάδας. «Η μεσόγειος» απάντησε ο Anthony όταν σχολίασα το ποσό όμορφη μέρα μας έκανε σήμερα.
Είχα ανεβεί για να κάνω ένα πορτραιτο του Anton σε ένα δωμάτιο που μου άρεσε μέσα στη γέφυρα, εκεί που βρίσκονται οι ηλεκτρολογικοί πίνακες, μα τελικά άλλαξε η υπηρεσία του και βρισκόταν στο κατάστρωμα. Αποφάσισα όμως να μείνω λίγο και να απολαύσω τη γαλήνη της θάλασσας και τη λιακάδα. Μου ήρθε στο μυαλό κάτι που διάβαζα πριν λίγο, από τα γράμματα του Van Gogh προς τον αδερφό του Teo: «δεν έχουμε έρθει σε αυτήν τη ζωή για να γελάμε»... «δεν χρειάζεται να ζω καλύτερα από κάποιον άλλον. Μάλιστα, δεν υπάρχει ουσιαστικό νόημα στο να ζεις καλύτερα από τώρα».
Το πρωί είχα κάνει μερικές εικόνες με τον καπετάνιο στο κατάστρωμα. Του είχα δώσει ραντεβού στη γέφυρα στις επτά ώστε να προλάβουμε την ανατολή. Χρειάστηκε όμως να περιμένουμε μέχρι τις οκτώ, γιατί ναι μεν ο ήλιος έκανε την δουλειά του και ανέτειλε πίσω από την Αλγερία μπροστά μας, εντούτοις υπήρχαν αρκετά σύννεφα στον ουρανό οπότε έπρεπε να τον αφήσουμε λίγο ακόμη μέχρι να φωτίσει επαρκώς τη σκηνή μας. Ο καπετάνιος Evgeny είχε φορέσει τα «καπετανίσια» ρούχα του όπως του είχα ζητήσει και πήρε μαζί του τα πιο μεγάλα κυάλια που είχε.